- κλαδευτής
- οθηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα ο ειδικός στο να κλαδεύει τα δέντρα: Πρέπει να πάρετε κλαδευτή για τα δέντρα σας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλαδευτής — ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) [κλαδεύω] αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια … Dictionary of Greek
αμπελοκλαδευτής — ο αυτός που κλαδεύει αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλαδευτής] … Dictionary of Greek
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek